Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμνεύς — ἀμνεὺς ( έως), ο (Α) ο νοτιοανατολικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. από το αμνός] … Dictionary of Greek
ἀμνέα — ἀμνέᾱ , ἀμνεύς south east wind masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)